- πυματηγόρος
- -ον, Ααυτός που μιλά τελευταίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + -ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ-ηγόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυματηγόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)